Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Μελέαγρος ήταν γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα (γιός του Αιτωλού γενάρχη των Αιτωλών) και της Αλθαίας (κόρη του Θέστιου, γιου της Δημονίκης και του θεού Άρη). Όταν ήταν επτά ημερών εμφανίσθηκαν οι Μοίρες. Η Κλωθώ και η Λάχεση προείπαν ότι θα γινόταν γενναιόψυχος και δυνατός. Η Ατροπός, που κόβει το νήμα της ζωής, βλέποντας ένα κούτσουρο να καίγεται στην εστία είπε ότι ο Μελέαγρος θα πέθαινε όταν θα καιγόταν τελείως αυτό το κούτσουρο. Τότε η Αλθαία το άρπαξε έντρομη, το έσβησε και το φύλαξε ώστε να μην καεί. Καθώς ο Μελέαγρος μεγάλωνε φαινόντουσαν τα δώρα που του είχαν δώσει οι Μοίρες.
Είχε ευγενική ψυχή, ήταν ικανός στους αγώνες και έμοιαζε άτρωτος στον πόλεμο ως γνήσιος απόγονος του θεού Άρη. Κάποια μέρα, ο πατέρας του προσφέροντας θυσίες στους θεούς ξέχασε την Άρτεμη. Τότε αυτή για να τον εκδικηθεί έστειλε έναν κάπρο που κατέστρεφε τα σπαρτά των Καλυδωνίων. Οι πιο γενναίοι και ξακουστοί ήρωες από την Καλυδώνα και την Ελλάδα, ο Πηλέας, ο Θησέας, ο Άδμητος, ο Ιάσονας, ο Τελαμώνας, οι θεϊκοί Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης συγκεντρώνονται για να κυνηγήσουν τον κάπρο. Ανάμεσά τους και η Αταλάντη, μία εξαιρετικά γενναία και ικανή κυνηγός (πιθανώς μία παραλλαγμένη μορφή της θεάς Άρτεμης). Επικεφαλής όλων ο Μελέαγρος. Οι ήρωες γίνονται δεκτοί με μεγαλοπρέπεια από τον Οινέα και φιλοξενούνται επί εννιά μέρες με γιορτές και συμπόσια. Γρήγορα όμως προκύπτουν διαφωνίες, ή κατά άλλους έσπειρε διχόνοια η Άρτεμη. Άλλοι αποδέχονταν την παρουσία και τη συμμετοχή της Αταλάντης και άλλοι όχι. Πιο εχθρικοί απ όλους οι δύο Κουρήτες, θείοι του Μελέαγρου. Ο Μελέαγρος ερωτευμένος με την Αταλάντη (σύμφωνα με τον Απολλόδωρο) πείθει τους συντρόφους του να τη δεχτούν και την αυγή της δέκατης μέρας ξεκινά το κυνήγι. Στην πολύ άγρια αναμέτρηση ο κάπρος σκοτώνει γρήγορα κάποιους και η Αταλάντη τον πληγώνει πρώτη στη ράχη με ένα βέλος. Στη συνέχεια, ο Αμφιάραος τον χτυπάει ανάμεσα στα μάτια και ο Μελέαγρος μπήγει το ακόντιό του στην κοιλιά του κάπρου και τον σκοτώνει. Σύμφωνα με το έθιμο το κεφάλι και το δέρμα παίρνει εκείνος που σκοτώνει το θήραμα, ο Μελέαγρος όμως θαυμάζοντας το θάρρος και την ομορφιά της τα χαρίζει στην Αταλάντη ως πρώτη που χτύπησε τον κάπρο. Η χειρονομία του ξαναφέρνει στο προσκήνιο την αρχική διαμάχη. Ανυποχώρητοι παραμένουν οι θείοι του Μελέαγρου, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το κεφάλι και το δέρμα ανήκουν στην οικογένεια εκείνου που σκότωσε τον κάπρο εάν ο ίδιος δεν τα θέλει. Τα αποσπούν βίαια από την Αταλάντη και ο Μελέαγρος τυφλωμένος από οργή τους σκοτώνει και της επιστρέφει τα τρόπαια.
Όταν η μητέρα του Αλθαία έμαθε για τον θάνατο των αδερφών της εξοργίστηκε τόσο πολύ που έβγαλε από το κιβώτιο το ξύλο που φυλούσε σβηστό τόσα χρόνια και το έριξε στη φωτιά. Ο Μελέαγρος πέθανε μέσα στις επόμενες στιγμές. Η Αλθαία μετανιωμένη αυτοκτόνησε. Οι αδερφές του απαρηγόρητες θρηνούσαν μέρα και νύχτα δίπλα στο μνήμα του. Η Άρτεμη τις λυπήθηκε, τις μεταμόρφωσε σε πουλιά, τις Μελεαγρίδες, και τις έφερε στο ιερό της στη Λέρο, όπου τις φρόντιζαν οι ιερείς του ναού της.
* Η ψυχή του Μελέαγρου κατέβηκε στον Άδη. Σε ένα θαυμάσιο εδάφιο του Επίνικου του Βακχυλίδη ο Μελέαγρος συνομιλεί με τον Ηρακλή, όταν εκείνος κατέβηκε στον Άδη να εξοντώσει τον Κέρβερο και βλέποντας την επιβλητική σκιά του ένοπλου πολεμιστή τέντωσε το τόξο του. Ο Μελέαγρος τον καθησυχάζει και του αφηγείται την ιστορία εκφράζοντας στο τέλος την αγωνία αυτού που αισθάνεται τη ζωή του να σβήνει.